- αντινομία
- ηαντίφαση, εναντιότητα (νόμων, γνωμών κτλ.): Οι κατά καιρούς απόψεις του ανθρώπου αυτού παρουσιάζουν μιαν αντινομία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀντινομία — ἀντινομίᾱ , ἀντινομία conflict of laws fem nom/voc/acc dual ἀντινομίᾱ , ἀντινομία conflict of laws fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντινομίᾳ — ἀντινομίαι , ἀντινομία conflict of laws fem nom/voc pl ἀντινομίᾱͅ , ἀντινομία conflict of laws fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντινομία — Αντίφαση η οποία εμπεριέχεται σε ένα λογικό ή μαθηματικό σύστημα, όχι εξαιτίας ενός σφάλματος που είναι δυνατόν να αρθεί αλλά ως συνέπεια του ασυμβίβαστου των αξιωμάτων και των συντακτικών κανόνων που αποτελούν τη βάση του. Η α. δηλαδή είναι… … Dictionary of Greek
ἀντινομίας — ἀντινομίᾱς , ἀντινομία conflict of laws fem acc pl ἀντινομίᾱς , ἀντινομία conflict of laws fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντινομίαν — ἀντινομίᾱν , ἀντινομία conflict of laws fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντινομιῶν — ἀντινομία conflict of laws fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντινομίαις — ἀντινομία conflict of laws fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
εναντιοτροπία — η (Α ἐναντιοτροπία) νεοελλ. 1. η τροπή προς το αντίθετο, εναντιότητα, αντίφαση, αντινομία, ασυμφωνία, το ασυμβίβαστο 2. φυσική ιδιότητα που παρουσιάζουν οι εναντιότροπες ουσίες, οι οποίες εμφανίζονται με δύο διαφορετικές φυσικές μορφές με… … Dictionary of Greek
антимония — хитрая уловка , диал., смол. (Добровольский); по видимому, из семинарского языка; лат. antinomia противозаконие , греч. ἀντινομία. По своему знач. отклоняется: антимонии разводить читать нравоучения , вятск.; Зеленин (РФВ 54, 113) приписывает его … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера